- τριζομανώ
- -άω, Ντρίζω συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + -μανώ (< -μανής*), πρβλ. λυσσο-μανώ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριζομανώ — τριζομάνησα, τριζοκοπώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek